Τσιπουράδικα, λεμονάδα Ε.Ψ.Α. και βόλτες με τον «Μουτζούρη» στο καταπράσινο βουνό.
Στο Βόλο είναι έθιμο μετά την Αποκαθήλωση ένα τσίπουρο με μεζέ. Φημίζεται, άλλωστε, η πόλη για τα πολλά τσιπουράδικα στο Λιμάνι και τις διάφορες γειτονιές του, κάποια από τα οποία είναι στολισμένα με ζωγραφιές του Θεόφιλου. Εδώ τις καθημερινές συχνάζουν εργάτες και εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, φοιτητές μετά τα μαθήματα και κάθε είδους παρέες, συνεχίζοντας το θεσμό που ξεκίνησαν οι πρόσφυγες της Μικρασίας και συνέχισαν αρχικά οι εργάτες. Παρέες συγκεντρώνονται για να απολαύσουν «εικοσπενταράκια» (σ.σ. φιαλίδια με 25 δράμια τσίπουρο) συνοδευόμενα από μεζέδες σε μικρά πιατάκια. Θαλασσινά που βγαίνουν από τα καΐκια, οστρακοειδή, παστά ψάρια και κάθε είδους τουρσί δένουν απόλυτα με τη γεύση του τσίπουρου και έχουν προ πολλού παραγκωνίσει από το τραπέζι τα κρεατικά. Μετά την Αποκαθήλωση, όλα τους σφύζουν από ζωή. Παραθαλάσσια και μη. Στο Βόλο, αλλά και σε όλο το Πήλιο.
Έχει αρχίσει να μπαίνει η άνοιξη και 7 η ώρα που τελειώνει η περιφορά του Επιταφίου στο Παλαιό Κοιμητήριο του Βόλου, ο ήλιος ακόμη ευνοεί καφεδάκι δίπλα στη θάλασσα. Ανηφορίζω προς Πήλιο. Στα δεξιά το παραδοσιακό εργοστάσιο της «Εταιρείας Ψυγείων Αγριάς», κατά κόσμον «Ε.Ψ.Α.».. Το εργοστάσιο γεννήθηκε από το όραμα των αδερφών Κομαδόπουλων να δημιουργήσουν μια πρότυπη μονάδα εμφιάλωσης στην περιοχή, μαζί με τα ψυγεία. Στα 75 χρόνια ζωής τους τόσο η διάσημη λεμονάδα με την έως σήμερα μυστική συνταγή του Γερμανού Χημικού Otto όσο και τα ποιοτικά ελληνικά αναψυκτικά στο γυάλινο μπουκάλι με τις ανάγλυφες φυσαλίδες και τον ρόμβο, αλλά και οι χυμοί της Ε.Ψ.Α. Α.Ε. κατάκτησαν ολόκληρη την Ελλάδα. Το αφήνω πίσω μου.
Συνοδοιπόρους στην ανάβαση στο Βουνό των Κενταύρων έχω πάντα τις σιδηροδρομικές ράγες που αχνοφαίνονται στην άκρη του οδοστρώματος. Από τα 29 χιλιόμετρα συνολικού μήκους τους τα τελευταία δέκα και κάτι χρόνια χρησιμοποιείται μόνο το τμήμα Άνω Λεχώνια- Μηλιές για τουριστικούς σκοπούς. Ο «Μουντζούρης», τέκνο του Ιταλού μηχανικού Ευάρεστο ντε Κίρικο, μετράει περισσότερο από έναν αιώνα βίου και παλιότερα ήταν ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη και την επικοινωνία των χωριών του Πηλίου. Στα Άνω Λεχώνια, ο ροζ βαμμένος σταθμός εκκίνησης του ατμοκίνητου τραίνου που σαββατοκύριακα και αργίες πραγματοποιεί πάλι τα γνώριμα δρομολόγιά του πάνω από τα πέτρινα γεφύρια με τις καμάρες, μέσα από τα δέντρα και τους καταρράκτες. Δρόμος μπροστά.
Στρίβω δεξιά για Καλά Νερά∙ παλιό ψαράδικο χωριό στον ομώνυμο όρμο του Παγασητικού. Σήμερα, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά παραθαλάσσια θέρετρα στο Πήλιο, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Πεζή στους στενούς δρόμους με τα μικρά σπίτια και τα παραδοσιακά καταλύματα, στην πλειοψηφία τους με πλούσιους και περιποιημένους κήπους. Δεν έχει ακόμη πολύ κόσμο και το χωριό είναι απολαυστικά ήρεμο. Ανθισμένα οπωροφόρα δέντρα, κλήματα, λαχανικά και πολλά λουλούδια κατακλύζουν τα σοκάκια με τις ανοιξιάτικες ευωδιές τους. Μικρά λιθόστρωτα καλντερίμια ξεκινούν από εδώ για να ενώσουν τα χωριά του Πηλίου. Ο περίπατος οδηγεί στην προβλήτα. Πίσω ένας τουριστικός οικισμός που έχει καταφέρει να διατηρήσει την αυθεντική πηλιορείτικη φυσιογνωμία του, πιο πάνω το επιβλητικό καταπράσινο Πήλιον Όρος και μπροστά, πέρα από την ψιλή αμμουδιά, απλώνεται, ως εκεί που φτάνει το μάτι, πεντακάθαρο γαλάζιο. Ο ήχος από τα καΐκια στο βάθος ίσα που φτάνει στη στεριά. Συνοδεύει τον ήλιο που κοκκινίζει στον ορίζοντα και χάνεται σιγά- σιγά πέφτοντας στη θάλασσα. Η βύθισή του σημαίνει την εκ νέου αναχώρησή μου.
Έξοδος από Καλά Νερά, κατεύθυνση προς Κορώπη. Στη διασταύρωση για Τσαγκαράδα αριστερά. «Μηλιές: 7 χιλιόμετρα». Τέλος η ευθεία. Αρχίζει η ανάβαση. Συνεχόμενες στροφές μέσα στο καταπράσινο βουνό. Περνώ τον ιππικό όμιλο και το γεφύρι. Συνεχίζω να ανηφορίζω. Στη δεξιά πλευρά, ο δρόμος περιστασιακά σμίγει με δρομάκια που οδηγούν σε ξωκλήσια ή αρμάγκια. Στην αριστερή, γκρεμός. Στο βάθος του γκρεμού, η θάλασσα. Έχει ήδη νυχτώσει. Στην επόμενη στροφή το βλέμμα υψώνεται. Τα πρώτα σπίτια των Μηλεών έχουν ανάψει τα φώτα και προβάλουν σαν πολύχρωμες πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Μετά το εκκλησάκι των Μακκαβαίων, μένει μία τελευταία στροφή για το χωριό. Απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο περνά η μυρωδιά του ξύλου που καίγεται στα μαγκάλια. Άφιξις.
Κόσμος κατευθύνεται στην εκκλησία. Οι Μηλιές έχουν δύο ναούς που λειτουργούν σε τακτική βάση. Όσες χρονιές βρίσκομαι Πάσχα στο χωριό ξεκινώ από τον Άη-Γιώργη. Στο δρόμο για τον Παλαιό Σταθμό, όπου καταλήγει ο «Μουντζούρης», στο δεξί χέρι διακρίνεται μόνο ένα μικρό παρεκκλήσι. Τα δεκάδες σκαλοπάτια δίπλα του οδηγούν στο μικρό πέτρινο ναό.
Τον Επιτάφιο στόλισαν χθες, μετά τη Σταύρωση και έως το ξημέρωμα, οι ανύπαντρες κυρίως κοπέλες του χωριού. Μωβ λουλούδια και λευκούς μεγάλους κρίνους στολισμένος, στους ώμους τεσσάρων αντρών, βγαίνει από την Εκκλησία. Κατηφορίζει ακολουθούμενος από κόσμο στο καλντερίμι. Φτάνει στο δρόμο και προχωρά. Δυο στάσεις· μία στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας και μία στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Διασχίζει κάθετα τη διασταύρωση και συνεχίζει το δρόμο προς την Πλατεία του χωριού.
Από το δρόμο της πλατείας κατεβαίνει ο άλλος Επιτάφιος και κόσμος με φαναράκια. Έξω από τον παραδοσιακό φούρνο του «ΚΟΡΜΠΑ» ανταμώνουν και ψέλνουν από κοινού το «Αι γενέαι πάσαι». Μετά το «Δι’ ευχών» ακολουθώ τον Επιτάφιο του Ναού των Ταξιαρχών. Κάθε σπίτι που περνά, έχει τα φώτα σβηστά. Φωτίζονται αμυδρά με κεριά ή φανάρια. Κόσμος πολύς. Περνάει το παντοπωλείο του χωριού, το καφέ «Άννα να Ένα Μήλο», το ξενοδοχείο «ΜΥΡΟΒΟΛΙ», το αστυνομικό τμήμα, το φαρμακείο και το καμπαναριό, καταλήγοντας στην πλατεία. Οι φέροντες στους ώμους τον Επιτάφιο στέκονται στην είσοδο της ιστορικής εκκλησίας και τον κρατούν στα χέρια ώσπου να περάσουν κάτω από αυτόν όσοι τον ακολούθησαν ως εκεί.
Μόλις ολοκληρωθούν τα θρησκευτικά καθήκοντα της ημέρας, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής βρίσκει σχεδόν όλους, ντόπιους και επισκέπτες του Πηλίου, έτσι όπως ξεκίνησε αυτή η διαδρομή. Με εικοσπενταράκια τσίπουρο και πεντανόστιμους νηστίσιμους μεζέδες μες στα μικρά λευκά πιατάκια σε κάποιο από τα τραπέζια της «Αίγλης», το παραδοσιακό ζυθεστιατόριο στην πλατεία των Μηλεών. Το κρύο αντέχεται. Κατά προτίμηση, λοιπόν, τραπεζάκι έξω, στην πλατεία, κάτω από το φύλλωμα του υπεραιωνόβιου πλάτανου. Η παρέα υψώνει τα ποτήρια, χωρίς να τσουγκρίζει και… «Καλή Ανάσταση να έχουμε!».
Στο Βόλο είναι έθιμο μετά την Αποκαθήλωση ένα τσίπουρο με μεζέ. Φημίζεται, άλλωστε, η πόλη για τα πολλά τσιπουράδικα στο Λιμάνι και τις διάφορες γειτονιές του, κάποια από τα οποία είναι στολισμένα με ζωγραφιές του Θεόφιλου. Εδώ τις καθημερινές συχνάζουν εργάτες και εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, φοιτητές μετά τα μαθήματα και κάθε είδους παρέες, συνεχίζοντας το θεσμό που ξεκίνησαν οι πρόσφυγες της Μικρασίας και συνέχισαν αρχικά οι εργάτες. Παρέες συγκεντρώνονται για να απολαύσουν «εικοσπενταράκια» (σ.σ. φιαλίδια με 25 δράμια τσίπουρο) συνοδευόμενα από μεζέδες σε μικρά πιατάκια. Θαλασσινά που βγαίνουν από τα καΐκια, οστρακοειδή, παστά ψάρια και κάθε είδους τουρσί δένουν απόλυτα με τη γεύση του τσίπουρου και έχουν προ πολλού παραγκωνίσει από το τραπέζι τα κρεατικά. Μετά την Αποκαθήλωση, όλα τους σφύζουν από ζωή. Παραθαλάσσια και μη. Στο Βόλο, αλλά και σε όλο το Πήλιο.
Έχει αρχίσει να μπαίνει η άνοιξη και 7 η ώρα που τελειώνει η περιφορά του Επιταφίου στο Παλαιό Κοιμητήριο του Βόλου, ο ήλιος ακόμη ευνοεί καφεδάκι δίπλα στη θάλασσα. Ανηφορίζω προς Πήλιο. Στα δεξιά το παραδοσιακό εργοστάσιο της «Εταιρείας Ψυγείων Αγριάς», κατά κόσμον «Ε.Ψ.Α.».. Το εργοστάσιο γεννήθηκε από το όραμα των αδερφών Κομαδόπουλων να δημιουργήσουν μια πρότυπη μονάδα εμφιάλωσης στην περιοχή, μαζί με τα ψυγεία. Στα 75 χρόνια ζωής τους τόσο η διάσημη λεμονάδα με την έως σήμερα μυστική συνταγή του Γερμανού Χημικού Otto όσο και τα ποιοτικά ελληνικά αναψυκτικά στο γυάλινο μπουκάλι με τις ανάγλυφες φυσαλίδες και τον ρόμβο, αλλά και οι χυμοί της Ε.Ψ.Α. Α.Ε. κατάκτησαν ολόκληρη την Ελλάδα. Το αφήνω πίσω μου.
Συνοδοιπόρους στην ανάβαση στο Βουνό των Κενταύρων έχω πάντα τις σιδηροδρομικές ράγες που αχνοφαίνονται στην άκρη του οδοστρώματος. Από τα 29 χιλιόμετρα συνολικού μήκους τους τα τελευταία δέκα και κάτι χρόνια χρησιμοποιείται μόνο το τμήμα Άνω Λεχώνια- Μηλιές για τουριστικούς σκοπούς. Ο «Μουντζούρης», τέκνο του Ιταλού μηχανικού Ευάρεστο ντε Κίρικο, μετράει περισσότερο από έναν αιώνα βίου και παλιότερα ήταν ζωτικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη και την επικοινωνία των χωριών του Πηλίου. Στα Άνω Λεχώνια, ο ροζ βαμμένος σταθμός εκκίνησης του ατμοκίνητου τραίνου που σαββατοκύριακα και αργίες πραγματοποιεί πάλι τα γνώριμα δρομολόγιά του πάνω από τα πέτρινα γεφύρια με τις καμάρες, μέσα από τα δέντρα και τους καταρράκτες. Δρόμος μπροστά.
Στρίβω δεξιά για Καλά Νερά∙ παλιό ψαράδικο χωριό στον ομώνυμο όρμο του Παγασητικού. Σήμερα, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά παραθαλάσσια θέρετρα στο Πήλιο, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Πεζή στους στενούς δρόμους με τα μικρά σπίτια και τα παραδοσιακά καταλύματα, στην πλειοψηφία τους με πλούσιους και περιποιημένους κήπους. Δεν έχει ακόμη πολύ κόσμο και το χωριό είναι απολαυστικά ήρεμο. Ανθισμένα οπωροφόρα δέντρα, κλήματα, λαχανικά και πολλά λουλούδια κατακλύζουν τα σοκάκια με τις ανοιξιάτικες ευωδιές τους. Μικρά λιθόστρωτα καλντερίμια ξεκινούν από εδώ για να ενώσουν τα χωριά του Πηλίου. Ο περίπατος οδηγεί στην προβλήτα. Πίσω ένας τουριστικός οικισμός που έχει καταφέρει να διατηρήσει την αυθεντική πηλιορείτικη φυσιογνωμία του, πιο πάνω το επιβλητικό καταπράσινο Πήλιον Όρος και μπροστά, πέρα από την ψιλή αμμουδιά, απλώνεται, ως εκεί που φτάνει το μάτι, πεντακάθαρο γαλάζιο. Ο ήχος από τα καΐκια στο βάθος ίσα που φτάνει στη στεριά. Συνοδεύει τον ήλιο που κοκκινίζει στον ορίζοντα και χάνεται σιγά- σιγά πέφτοντας στη θάλασσα. Η βύθισή του σημαίνει την εκ νέου αναχώρησή μου.
Έξοδος από Καλά Νερά, κατεύθυνση προς Κορώπη. Στη διασταύρωση για Τσαγκαράδα αριστερά. «Μηλιές: 7 χιλιόμετρα». Τέλος η ευθεία. Αρχίζει η ανάβαση. Συνεχόμενες στροφές μέσα στο καταπράσινο βουνό. Περνώ τον ιππικό όμιλο και το γεφύρι. Συνεχίζω να ανηφορίζω. Στη δεξιά πλευρά, ο δρόμος περιστασιακά σμίγει με δρομάκια που οδηγούν σε ξωκλήσια ή αρμάγκια. Στην αριστερή, γκρεμός. Στο βάθος του γκρεμού, η θάλασσα. Έχει ήδη νυχτώσει. Στην επόμενη στροφή το βλέμμα υψώνεται. Τα πρώτα σπίτια των Μηλεών έχουν ανάψει τα φώτα και προβάλουν σαν πολύχρωμες πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Μετά το εκκλησάκι των Μακκαβαίων, μένει μία τελευταία στροφή για το χωριό. Απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο περνά η μυρωδιά του ξύλου που καίγεται στα μαγκάλια. Άφιξις.
Κόσμος κατευθύνεται στην εκκλησία. Οι Μηλιές έχουν δύο ναούς που λειτουργούν σε τακτική βάση. Όσες χρονιές βρίσκομαι Πάσχα στο χωριό ξεκινώ από τον Άη-Γιώργη. Στο δρόμο για τον Παλαιό Σταθμό, όπου καταλήγει ο «Μουντζούρης», στο δεξί χέρι διακρίνεται μόνο ένα μικρό παρεκκλήσι. Τα δεκάδες σκαλοπάτια δίπλα του οδηγούν στο μικρό πέτρινο ναό.
Τον Επιτάφιο στόλισαν χθες, μετά τη Σταύρωση και έως το ξημέρωμα, οι ανύπαντρες κυρίως κοπέλες του χωριού. Μωβ λουλούδια και λευκούς μεγάλους κρίνους στολισμένος, στους ώμους τεσσάρων αντρών, βγαίνει από την Εκκλησία. Κατηφορίζει ακολουθούμενος από κόσμο στο καλντερίμι. Φτάνει στο δρόμο και προχωρά. Δυο στάσεις· μία στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας και μία στο Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Διασχίζει κάθετα τη διασταύρωση και συνεχίζει το δρόμο προς την Πλατεία του χωριού.
Από το δρόμο της πλατείας κατεβαίνει ο άλλος Επιτάφιος και κόσμος με φαναράκια. Έξω από τον παραδοσιακό φούρνο του «ΚΟΡΜΠΑ» ανταμώνουν και ψέλνουν από κοινού το «Αι γενέαι πάσαι». Μετά το «Δι’ ευχών» ακολουθώ τον Επιτάφιο του Ναού των Ταξιαρχών. Κάθε σπίτι που περνά, έχει τα φώτα σβηστά. Φωτίζονται αμυδρά με κεριά ή φανάρια. Κόσμος πολύς. Περνάει το παντοπωλείο του χωριού, το καφέ «Άννα να Ένα Μήλο», το ξενοδοχείο «ΜΥΡΟΒΟΛΙ», το αστυνομικό τμήμα, το φαρμακείο και το καμπαναριό, καταλήγοντας στην πλατεία. Οι φέροντες στους ώμους τον Επιτάφιο στέκονται στην είσοδο της ιστορικής εκκλησίας και τον κρατούν στα χέρια ώσπου να περάσουν κάτω από αυτόν όσοι τον ακολούθησαν ως εκεί.
Μόλις ολοκληρωθούν τα θρησκευτικά καθήκοντα της ημέρας, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής βρίσκει σχεδόν όλους, ντόπιους και επισκέπτες του Πηλίου, έτσι όπως ξεκίνησε αυτή η διαδρομή. Με εικοσπενταράκια τσίπουρο και πεντανόστιμους νηστίσιμους μεζέδες μες στα μικρά λευκά πιατάκια σε κάποιο από τα τραπέζια της «Αίγλης», το παραδοσιακό ζυθεστιατόριο στην πλατεία των Μηλεών. Το κρύο αντέχεται. Κατά προτίμηση, λοιπόν, τραπεζάκι έξω, στην πλατεία, κάτω από το φύλλωμα του υπεραιωνόβιου πλάτανου. Η παρέα υψώνει τα ποτήρια, χωρίς να τσουγκρίζει και… «Καλή Ανάσταση να έχουμε!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου